Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεματιάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεματιάζω [δematxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω δεμάτια, δένω σε δεμάτια: ~ ξύλα / χόρτα / δέρματα.

[μσν. δεματιάζω < δεμάτ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
δεματιάζω.
  • Δένω, κάνω δέματα:
    • δεματιάζομε δεμάτια μεσοθιό το χωράφι (Πεντ. Γέν. XXXVII 7).

[<ουσ. δεμάτι + κατάλ. ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go