Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκατίζω.
-
- 1) Προσφέρω (στο Θεό) το δέκατο των αγαθών, της σοδειάς μου:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 896)·
- (με σύστ. αντικ. τα ουσ. δεκάτισμα, δεκατισμός):
- (Πεντ. Δευτ. XXVI 12), (Γέν. ΧΧVΙΙΙ 22).
- 2) Μετρώ ανά δέκα:
- δεκάτιζε τα λόγια σου, διά να κόπτεις στίχους (Ερωτοπ. 254)·
- (σε σχ. αδυνάτου):
- της θάλασσας τα κύματα θέλω να δεκατίσω (Σαχλ. N 11).
[<ουδ. του επιθ. δέκατος + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. το 13. αι. (LBG)]
- 1) Προσφέρω (στο Θεό) το δέκατο των αγαθών, της σοδειάς μου: