Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασύνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασύνω [δasíno] -ομαι Ρ8.1 : (γραμμ.) στο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής, βάζω δασεία στο αρχικό φωνήεν ή στο δίψηφο μιας λέξης: Όλες οι λέξεις που αρχίζουν από ύψιλον δασύνονται. Οι δασυνόμενες λέξεις.

[λόγ. < ελνστ. δασύνω (αρχ. δασύνομαι `είμαι δασύτριχος΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go