Combined Search
4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δαιμονιώ.
-
- Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = δαιμονόπληκτος:
- πολεμεί (ενν. ος θυμαίνεται πολλά) τά πάσχουσιν οι δαιμονιώντες (Σπαν. Va 413).
[μτγν. δαιμονιάω]
- Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = δαιμονόπληκτος:
[Λεξικό Κριαρά]
- δαιμονιώδης, επίθ.
-
- Δαιμονικός, διαβολικός:
- ενθυμητικότατος γαρ του κακού ην … και δαιμονιώδης (Ιστ. Ηπείρ. ΧΙV5).
[μτγν. επίθ. δαιμονιώδης]
- Δαιμονικός, διαβολικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαιμονιώδης -ης -ες [δemonióδis] Ε11 : που είναι υπερβολικά σφοδρός, βίαιος, δυνατός ή άγριος: ~ θόρυβος.
δαιμονιωδώς ΕΠIΡΡ: Tρέχω ~. [λόγ. < ελνστ. δαιμονιώδης· λόγ. < ελνστ. δαιμονιωδῶς]
[Λεξικό Κριαρά]
- δαιμονίως, επίρρ.
-
- Σφοδρά, παράφορα:
- (Ερμον. Φ 252).
[αρχ. επίρρ. δαιμονίως]
- Σφοδρά, παράφορα: