Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δέομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δέομαι [δéome] Ρ αόρ. δεήθηκα, απαρέμφ. δεηθεί : αναπέμπω δέηση προς το Θεό, παρακαλώ θερμά το Θεό για κτ.: Xιλιάδες πιστοί στις εκκλησίες δέονται για τη σωτηρία της πόλης από το σεισμό. ~ και ικετεύω, θερμοπαρακαλώ.

[λόγ. < αρχ. δέομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go