Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Σκεύος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκεύος το [skévos] Ο46 : 1. γενική ονομασία για αντικείμενα οικιακής χρήσης, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως για την προετοιμασία του φαγητού: Mαγειρικά σκεύη, κατσαρόλες, ταψιά κτλ. ΦΡ ~ ηδονής, μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, ως αντικείμενο σεξουαλικής ικανοποίη σης του άνδρα. 2. ιερά σκεύη, αυτά που χρησιμοποιούνται κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, όπως το Ποτήριο, το Aρτοφόριο, ο Δίσκος κτλ.

[λόγ. εν. < αρχ. τά σκεύη (εν. τό σκεῦος `δοχείο΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go