Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιμωνία η [simonía] Ο25 : εξαγορά εκκλησιαστικού αξιώματος.
[λόγ. < μσνλατ. simonia < ελνστ. Σίμων (ὁ Μάγος) -ia = -ία (από ιστορία της Κ.Δ.) (πρβ. μσν. Σιμωνιανός `ένοχος σιμωνίας΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιμώνω [simóno] Ρ1α : (λαϊκότρ.) πλησιάζω.
[μσν. σιμώνω < σιμ(ά) -ώνω (πρβ. ελνστ. σιμῶ `στρίβω προς τα πάνω τη μύτη΄)]