Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Λίας
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιάσιμο το [lásimo] Ο50 : η έκθεση στη θερμότητα και στο φως του ήλιου: Tο ~ της σταφίδας / του τραχανά.

[λιασ- (λιάζω) -ιμο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιαστός -ή -ό [lastós] Ε1 : που παρασκευάστηκε με έκθεση στον ήλιο: Λιαστό κρασί. Σύκα λιαστά.

[λιασ- (λιάζω) -τός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go