Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Κόρακας
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόρακας ο [kórakas] Ο5 γεν. και κοράκου, λαϊκότρ. πληθ. και κοράκοι : κοράκι1. (έκφρ.) κοράκου χρώμα, το απόλυτο μαύρο. ΦΡ (άι) στον κόρακα!, επιφωνηματικά, προς αποφυγή της έκφρασης άι στο διάβολο! ΠAΡ ~ κοράκου μάτι δε βγάζει, μεταξύ ανθρώπων με κοινά συμφέροντα υπάρχει κατανόηση και αλληλεγγύη.

[μσν. κόρακας < αρχ. κόραξ, αιτ. -ακα (ηχομιμ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κόρακας ο,
βλ. κόραξ.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go