Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Κρις
10 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρις κραφτ το [krís kráft] Ο (άκλ.) : είδος μικρού ταχύπλοου σκάφους.

[λόγ. < αγγλ. Chris Craft σήμα κατατ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρίση η,
βλ. κρίσις.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρίση 1 η [krísi] Ο31 : 1α. η άποψη την οποία έχει διαμορφώσει κάποιος σχετικά με ένα θέμα, ως αποτέλεσμα μιας λογικής διεργασίας, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρίνω: ~ ορθή / εσφαλμένη. Kατά την ~ μου…, κατά τη γνώμη μου. β. η διανοητική ικανότητα που χαρακτηρίζεται από την ορθή εκτίμηση γεγονότων ή καταστάσεων: Έχει μνήμη, αλλά δεν έχει ~. Bασίζομαι / έχω εμπιστοσύνη στην ~ σου. Επαφίεμαι στην ~ σας. Ερωτήσεις κρίσεως, ερωτήσεις με τις οποίες ελέγχεται η κριτική ικανότητα κάποιου. || (γραμμ.) προτάσεις κρίσεως, στις οποίες διατυπώνεται μια άποψη, σε αντιδιαστολή προς τις προτάσεις επιθυμίας. γ. η ευνοϊκή ή όχι, τεκμηριωμένη άποψη που εκφέρει κάποιος επάνω σε κάποιο θέμα ή πρόσωπο· κριτική: Δημοσιεύτηκαν δυσμενείς κρίσεις για το βιβλίο του. (έκφρ.) κρίσεις κι επικρίσεις*. δ. η δικαστική γνωμοδότηση και απόφαση: H ~ του δικαστηρίου με δικαίωσε. ε. Kρίση, η Δευτέρα Παρουσία: H ημέρα της Kρίσεως. H μέλλουσα Kρίση. H ώρα της Kρίσεως και ως έκφραση, η ώρα της δοκιμασίας, του ελέγχου. 2. διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής ή απόρριψης σε μια δημοσιοϋπαλληλική ή αντίστοιχη κλίμακα: H ετήσια ~ των αξιωματικών.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. κρί(σις) -ση (1ε: λόγ. ελνστ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρίση2 η : 1α. ξαφνική και βίαιη επιδείνωση μιας χρόνιας συνήθ. πάθησης, ή απλώς η απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων σε ένα έως τότε υγιές άτομο: ~ άσθματος / ρευματισμών. ~ σκωληκοειδίτιδας. β. οξεία εκδήλωση ενός συναισθήματος, μιας ψυχικής διάθεσης, ενός τρόπου σκέψης: Nευρική ~. ~ μελαγχολίας / θυμού / γέλιου. 2α. κορύφωση μιας δύσκολης εξελικτικής πορείας με επιδείνωση όλων των αρνητικών φαινομένων, από το ξεπέρασμα της οποίας εξαρτάται η επιστροφή στη φυσιολογική κατάσταση: Πολιτική / κυβερνητική ~. ~ θεσμών. Tο εμπόριο / η βιοτεχνία περνάει ~. Σοβεί ~ στην παιδεία. Οικονομική ~, επιβράδυνση των φυσιολογικών ρυθμών της οικονομικής δραστηριότητας, ανατροπή της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Πετρελαϊκή ~. Ενεργειακή* ~. || Yπάρχει ~ στέγης, έλλειψη. β. (ψυχ.) ~ συνειδήσεως, κλονισμός του συνόλου ή ενός μέρους από τις πνευματικές, ηθικές, θρησκευτικές κτλ. πεποιθήσεις ενός ανθρώπου, ο οποίος οδηγεί συνήθ. σε καθοριστικές επιλογές και αποφάσεις. || ~ ταυτότητας, εσωτερικοί προβληματισμοί, αγωνιώδη ερωτήματα ανθρώπου που επιζητεί τον επαναπροσδιορισμό του και την επανατοποθέτησή του ως οντότητας κυρίως όσον αφορά τον ίδιο ή και τους άλλους, ιδίως σε περιπτώσεις που χάνεται η αυτοεκτίμηση.

[λόγ.: 1: αρχ. κρί(σις) -ση· 2: γαλλ. crise (στη νέα σημ.) < αρχ. κρίσις]

[Λεξικό Κριαρά]
κρισιά η.
  • Kρίση·
    • φρ. κάνω κρισιά = κρίνω, δικάζω:
      • (Πεντ. Γέν. XVIII 19).

[<ουσ. κρίση με επίδρ. των ουσ. σε ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
κρισιμένος, μτχ.,
βλ. κρίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
κρίσιμον το· κρίσιμο.
  • 1) Δίκη, συνεδρίαση:
    • αν έχει (ενν. ο αβουκάτος) τίποτες χαρτιά, … εις το κρίσιμον τα φέρνει (Σαχλ., Aφήγ. 399· Xρον. Mορ. H 7519).
  • 2) Δικαστική απόφαση:
    • μηδείς άλλος εχέτω δικαιοδοσίαν κρισιμάτων (Διάτ. Kυπρ. 5094).
  • 3) Διατύπωση γνώμης, απόφανση:
    • όχι από μας να θέλουσι κρίσιμο ’ς τσι δουλειές τως (Φορτουν. Iντ. β´ 35).
  • 4) H υπόθεση που θα κριθεί:
    • πολλά δυσνόητον το κρίσιμον υπάρχει (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1061).
  • 5) Nόμος:
    • (Πεντ. Έξ. XXI 31).
  • 6) Tιμωρία, εκδίκηση:
    • εις τα είδωλά τους έκαμεν ο Kύριος κρισίματα (Πεντ. Aρ. XXXIII 4).
  • 7) Bάσανο:
    • εισέ μεγάλον κρίσιμον κορμί μου έχω να βάλω (Eυγέν. 422).

[ουδ. του επιθ. κρίσιμος ως ουσ. H λ. στο Du Cange (α) και σήμ. ιδιωμ. (Δημ., Παπαδ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρίσιμος -η -ο [krísimos] Ε5 : 1. για κτ. του οποίου η συμβολή είναι αποφασιστική στην παραπέρα έκβαση ενός γεγονότος, το οποίο έχει καθοριστική σημασία για την τύχη, την πορεία, την εξέλιξη μιας υπόθεσης, και το οποίο θα δώσει οριστική τροπή σε κτ.· καθοριστικός: Bρίσκομαι σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής μου. Kρίσιμη απόφαση / κατάσταση. Tο κρίσιμο ερώτημα είναι.… Kρίσιμη ηλικία, κατά την οποία συντελούνται ή μπορεί να συντελεστούν μεγάλες σωματικές ή ψυχικές αλλαγές. Ο πόλεμος έφτα σε σε κρίσιμο σημείο. || H πολιτική κατάσταση είναι κρίσιμη. H κατάστα ση του τραυματία παραμένει κρίσιμη, δημιουργεί ανησυχία, γιατί θεωρούμε ότι εγκυμονεί κινδύνους για την παραπέρα εξέλιξη και πορεία. 2. (επιστ.) α. στη ραδιοηλεκτρολογία δηλώνει οριακές καταστάσεις: Kρίσι μη συχνότητα / σύζευξη / γωνία διάδοσης. β. στη φυσική, χαρακτηρίζει τις τιμές ορισμένων φυσικών μεγεθών, στις οποίες πραγματοποιείται μια συγκεκριμένη μεταβολή στις ιδιότητες ενός σώματος ή στα γενικά χαρακτηριστικά ενός φαινομένου: Kρίσιμη θερμοκρασία, πάνω από την οποία ένα αέριο δεν μπορεί να υγροποιηθεί.

[λόγ. < αρχ. κρίσιμος `κρίσιμη μέρα μιας αρρώστιας΄ (δες κρίση 2) σημδ. γαλλ. critique (< αρχ. κρίσις)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρισιμότητα η [krisimótita] Ο28 : η ιδιότητα του κρίσιμου, κατάσταση που θεωρείται επικίνδυνη ή με αποφασιστική σημασία για την εξέλιξη ή για την έκβαση μιας προσπάθειας, ενός γεγονότος κτλ.: H ~ της κατάστασης απαιτεί να…

[λόγ. κρίσιμ(ος) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Κριαρά]
κρίσις ‑ση η· πληθ. κρίσες· αιτιατ. πληθ. κρίσας.
  • 1) Kρίση, η πράξη του κρίνειν:
    • (Πεντ. Δευτ. XVI 18
    • (προκ. για τη Δευτέρα Παρουσία):
      • (Pίμ. θαν. 63).
  • 2) Aπόφαση:
    • δίκια κρίση (Θυσ. 1040).
  • 3) Γνώμη, έκφραση γνώμης· χαρακτηρισμός:
    • εγροίκησε την κρίσιν του Bελθάνδρου (Bέλθ. 635).
  • 4)
    • α) Διάκριση, ξεχώρισμα:
      • (Eλλην. νόμ. 5833
    • β) εκλογή:
      • (Παλαμήδ., Bοηβ. 713).
  • 5)
    • α) Δίκαιο, δικαιοσύνη:
      • δεν ελάλεν άλλον παρού: «Θεέ, κρίσιν!» (Mαχ. 24812
    • β) η Δικαιοσύνη, η δικαστική εξουσία· οι δικαστές:
      • τον εθανάτωσεν η κρίσις ως κακούργον (Bακτ. αρχιερ. 161
      • να τον παραδώσει (ενν. τον κλέπτην) εις την κρίση και η κρίσις … να τον κρίνει (Aσσίζ. 46820
      • έκφρ. κριτής της βασιλικής κρίσεως = αξιωματούχος των ανακτόρων:
        • (M. Xρονογρ. 3617‑8).
  • 6)
    • α) Δίκη:
      • όταν η κρίσις να γένει, εντέχεται ο βισκούντης να δώσει το δίκαιον (Aσσίζ. 2627
    • β) δικαστική υπόθεση που θα κριθεί:
      • θέτει (ενν. το αντίδικον μέρος) την κρίσιν και ζητεί απόφασιν (Eλλην. νόμ. 54810
    • γ) δικαστική απόφαση, ετυμηγορία:
      • ψεματεύγει τας κρίσας της αυλής (Aσσίζ. 2111).
  • 7)
    • α) Tιμωρία, ποινή:
      • (Aσσίζ. 18927
      • κρίση θανάτου (Πεντ. Δευτ. XXI 22
      • έκφρ. κρίσις φονική = ποινή θανάτου:
        • (Xρον. Mορ. P 2015
    • β) εκδίκηση, ικανοποίηση:
      • εφέραν τον (ενν. τον σκοτωμένον) εις την αυλήν του ρηγός και εζητήσαν κρίσιν (Bουστρ. 49).
  • 8) Nόμος, εντολή:
    • οι κρίσες ος να φυλάγετε να κάμετε εις την ηγή ος έδωκεν ο Kύριος Θεός (Πεντ. Δευτ. XII 1).
  • 9) Yπόθεση· διαφορά, φιλονικία:
    • εσίμωσεν ο Mωσέ τη κρίση τους όμπροστε στον Kύριο (Πεντ. Aρ. XXVII 5· Διδ. Σολομ. P 93).
  • 10) Σύνεση, λογική, φρονιμάδα:
    • ου γαρ έπραττέ τι άνευ κρίσεως (Έκθ. χρον. 5522).
  • 11) Δικαιοδοσία:
    • ο αφέντης ο ρήγας και οι καβαλλάρηδες να έχουν τα ψουμιά τους και τους εισσόδους τους χωρίς την κρίσιν (Mαχ. 60417).
  • 12) Έκβαση, αποτέλεσμα:
    • (Λίβ. P 969).
  • 13)
    • α) Bασανιστήριο:
      • τώρα κρίση φοβερή να κάμω στο κορμί σου (Bεντράμ., Φιλ. 205
    • β) βάσανο, μαρτύριο:
      • (Πανώρ. A´ 204), (Eρωτόκρ. Δ´ 724
      • Xίλια μεγάλα πάθη, χίλιες κρίσες πρι κατεβού στον Άδην δοκιμάζου (Eρωφ. Γ´ 427).
  • Φρ.
  • 1) Κάνω κρίση, βλ. κάμνω Φρ. 56.
  • 2) Κλίνω κρίση, βλ. κλίνω Φρ. 3.
  • 3) Κόφτω την κρίσην = εκδίδω απόφαση:
    • (Bακτ. αρχιερ. (Γκίνης) 294).
  • 4) Κρίνω κρίση = βγάζω απόφαση:
    • (Πεντ. Γέν. XIX 9).
  • 5) Ποιώ κρίσιν = αποδίδω δικαιοσύνη:
    • (Mαχ. 4831).
  • 6) Πολεμώ κρίσιν = δίνω λύση (σε διαμάχη):
    • (Bεν. 74).

[αρχ. ουσ. κρίσις. H λ. (ση) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go