Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Δαμασκηνός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
Δαμάσκηνος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. δαμάσκηνον:
    • Δαμασκήνου του πρωτονοβελισίμου (Πωρικ. I 7).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμασκηνός -ή -ό [δamaskinós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που προέρχεται από τη Δαμασκό: Δαμασκηνό σπαθί / ύφασμα.

[λόγ. < ελνστ. Δαμασκηνός (< τοπων. Δαμασκός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go