Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Δήλιος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δήλιος -α -ο [δílios] Ε6 : κυρίως στις εκφράσεις ~ κολυμβητής, πολύ έμπειρος και ικανός άνθρωπος. δήλιο πρόβλημα, άλυτο.

[λόγ. < αρχ. Δήλιος `που προέρχεται από τη Δήλο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go