Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Γάιος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαιόσακος ο [jeósakos] Ο20α : (στρατ.) σάκος που τον γεμίζουν με χώμα ή άμμο και που τον χρησιμοποιούν στην κατασκευή πρόχειρων οχυρωμάτων.

[λόγ. γαιο- + σάκος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαιοστατικός -ή -ό [jeostatikós] Ε1 : (αστροναυτ.) για τεχνητό δορυφόρο που ακολουθεί την περιστροφική τροχιά της γης, με αποτέλεσμα να βρίσκεται συνεχώς πάνω από το ίδιο σημείο της γήινης επιφάνειας: Γαιοστατική τροχιά.

[λόγ. < αγγλ. geostatic < geo- = γαιο- + -static < αρχ. στατικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go