Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Βόρις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βόρισμα το.
  • Ραγδαία βροχή:
    • με το βόρισμα και με την τρεμουντάνα (Θησ. Β´ [95]).

[<αόρ. του βορίζω + κατάλ. μα. Η λ. στο Somav. (ει‑) και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go