Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Αχίλλειος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχίλλειος -ος / -α -ο [axílios] Ε15 : κυρίως στην έκφραση ~ πτέρνα, το τρωτό, το ευαίσθητο σημείο κάποιου.

[λόγ. < αρχ. Ἀχίλλειος `του Aχιλλέα΄, η έκφρ. μτφρδ. γερμ. Achillesferse ή γαλλ. talon d΄Achille]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχίλλειος1, -α (& L -ος), -ο [açílios] (L)
  • of or pertaining to Achilles:
    • ~ τένων anat Achilles' tendon, tendo Achillis |
    • αχίλλεια πτέρνα Achilles' heel, vulnerable spot |
    • οι αρετές της νεοελληνικής γλώσσας αποτελούν την αχίλλεια φτέρνα της, το ασθενές σημείο της (Andriotis) |
    • έχει και η φιλία την αχίλλειο πτέρνα της, τη γυναίκα (Palaiologos)

[fr kath αχίλλειος ← AG, der of Aχχιλεύς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχίλλειος2, -α (& L -ος), -ο [açílios] (L) prehist
  • of or pertaining to the lower paleolithic period and characterized by coarsely hewn stone tools, acheulean:
    • ~ εποχή, περίοδος |
    • ~ βαθμίδα

[fr kath (neol) αχίλλειος ← Fr acheuléen, this fr St. Acheul, town near Amiens, France]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go