Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Αφεντούλης
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αφεντούλης [afendúlis] ο, region. (Pelop, Epir), endear.
  • daddy, father (syn αφεντάκι):
    • folks. τώρα οι γάμοι σου, τώρα οι χαρές σου· | ~ σου χαρά που κάνει (Theros) |
    • ευχήσου μ', αφεντούλη μου, στα πρώτα μου προζύμια· | με την ευχή μου, υγιέ μου, και με της Παναγίας (DPetrop)

[der of αφέντης w. dimin suff -ούλης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go