Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιαστυνόμος [arçiastinόmos] ο, (L)
- chief of police (syn phr L διευθυντής or διοικητής αστυνομίας):
- πήγε .. ο ~του Aλή-πασά και πήρε τη γυναίκα του κυρ Δημητρού, την κυρά Φροσύνη (Petsalis) |
- το μέγαρο .. χρησίμευε ως κατοικία .. του αρχιαστυνόμου και αρχιδικαστή της Φλορεντίας (KParaschos)
[fr kath (neol Koumanoudis)]
- chief of police (syn phr L διευθυντής or διοικητής αστυνομίας):