Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψωμώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψωμώνω [psomóno] Ρ1α μππ. ψωμωμένος : α.(για τον καρπό σιτηρών, οσπρίων κτλ.) ωριμάζω καλά, έτσι που να αποκτήσω καρπό με πολλή σάρκα· μεστώνω: Ψώμωσαν τα κουκιά / τα καλαμπόκια. Ψωμωμένα τα στάχυα έγερναν το κεφάλι τους και περίμεναν το δρεπάνι. || (σπάν.) συντελώ στην ωρίμανση: Ο ήλιος ψώμωνε τον καρπό. β. (για άνθρ.) αποκτώ αρκετή και σφιχτή σάρκα, έτσι που να φαίνεται ότι έχω σωματική δύναμη· γίνομαι εύρωστος: Ψωμωμένο παλικάρι, γεροδεμένο, εύρωστο.

[ψωμ(ί) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go