Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχοπιάνομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχοπιάνομαι [psixopxánome] Ρ αόρ. ψυχοπιάστηκα, απαρέμφ. ψυχοπιαστεί, μππ. ψυχοπιασμένος : (λαϊκότρ.) ανακτώ τις ψυχικές μου δυνάμεις.

[ψυχο- 1 + πιάνομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go