Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψοφολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψοφολογώ [psofoloγó] & -άω Ρ10.1α : (μειωτ.) α. για κπ. που κοιμάται ή ξαπλώνει τεμπελιάζοντας: Tι ψοφολογάς όλη μέρα; β. για κπ. που ξεψυχά, που χαροπαλεύει: Mια βδομάδα έχει που ψοφολογάει.

[ψοφο- + -λογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go