Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψιψιρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιψιρίζω [psipsirízo] Ρ2.1α : (προφ.) ψαχουλεύω κτ. σαν να το εξετάζω με υπερβολική και ενοχλητική σχολαστικότητα: Tι το ψιψιρίζεις το φαγητό σου και δεν το τρως; || Πολύ τα ψιψιρίζεις τα θέματα, βρε παιδί μου!

[ψιψί (ηχομιμ.) -ρίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go