Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψιττακίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιττακίζω [psitakízo] Ρ2.1α : (λόγ.) παπαγαλίζω.

[λόγ. < μσν. ψιττακίζω `μιλώ πολύ΄ < ψιττακ(ός) -ίζω σημδ. αγγλ.(;) parrot]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go