Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψιλοκόβω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιλοκόβω [psilokóvo] -ομαι Ρ αόρ. ψιλόκοψα, απαρέμφ. ψιλοκόψει, παθ. αόρ. ψιλοκόπηκα, απαρέμφ. ψιλοκοπεί, μππ. ψιλοκομμένος : α.κόβω σε πολύ λεπτά ή μικρά κομμάτια. β. (συνήθ. στη μππ.) που τον έχουν κόψει σε πολύ λεπτά ή μικρά κομμάτια: Ψιλοκομμένος καφές / καπνός. Ψιλοκομμένη σαλάτα. Ψιλοκομμένο λάχανο / κρεμμύδι. Πατσάς ψιλοκομμένος. ΦΡ (λαϊκ.) τουμπεκί* ψιλοκομμένο.

[ψιλο- + κόβω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go