Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψιλαίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιλαίνω [psiléno] Ρ7.4α : κάνω κτ. ψιλό ή περισσότερο ψιλό, λεπτό· λεπταίνω: ~ τη φωνή μου.

[ψιλ(ός) -αίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go