Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψευτοδουλεύω [pseftoδulévo] Ρ5.2α : εργάζομαι ευκαιριακά, δεν έχω πλήρη και ικανοποιητική επαγγελματική απασχόληση: Ψευτοδούλευε από δω κι από κει, περιμένοντας το διορισμό του.
[ψευτο- + δουλεύω]



