Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψαρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαρώνω [psaróno] Ρ1α μππ. ψαρωμένος : (λαϊκ.) α. περιέρχομαι σε μια κατάσταση πλήρους αμηχανίας ή αβουλίας, εξαιτίας ενός ισχυρού συναι σθήματος φόβου, έκπληξης ή θαυμασμού· σαστίζω· ΣYN έκφρ. τα χάνω. β. κάνω κπ. να καταπτοηθεί, να σαστίσει εντελώς: Yποδέχονταν τους νεο σύλλεκτους με φωνές για να τους ψαρώσουν, καθώς έλεγαν.

[ψάρ(ι) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go