Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χωροσταθμώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωροσταθμώ [xorostaθmó] -ούμαι Ρ10.9 : μετρώ με ειδικά τοπογραφικά όργανα το ύψος διάφορων σημείων της επιφάνειας της γης.

[λόγ. χωρο- 1 + σταθμώ (< σταθμ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. σταθμισ-) απόδ. γαλλ. niveler]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go