Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χωριατοφέρνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριατοφέρνω [xorjatoférno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (οικ.) για κπ. του οποίου η συμπεριφορά ή η εμφάνιση μοιάζει με του χωριάτη.

[χωριάτ(ης) -ο- + -φέρνω 1]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go