Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χωλαίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωλαίνω [xoléno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.(λόγ.) κουτσαίνω. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) δεν αποδίδω ικανοποιητικά σε έναν τομέα: Ο μαθητής χωλαίνει στα μαθηματικά. || Πολλές δημόσιες υπηρεσίες χωλαίνουν. β. (για αφηρ. ουσ.) παρουσιάζω ατέλειες, ελαττώματα: Σ΄ αυτό το ποίημα χωλαίνει ο στίχος. Tα επιχειρήματά του χωλαίνουν.

[λόγ.: 1: αρχ. χωλαίνω· 2: σημδ. ιταλ. zoppicare ή γαλλ. clocher]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go