Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρυσίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρυσίζω [xrisízo] Ρ2.1α : βγάζω χρυσές ανταύγειες: Tα μαλλιά της χρύσιζαν στον ήλιο.

[αρχ. χρυσίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go