Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρονογραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονογραφώ [xronoγrafó] Ρ10.9α : γράφω χρονογραφήματα: ~ σε πρωι νή εφημερίδα.

[λόγ. < ελνστ. χρονογραφῶ `συμπιλώ χρονογραφία΄ κατά τη σημ. του χρονογράφος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go