Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρησιμεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρησιμεύω [xrisimévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α : 1.(για πργ.) αποτελώ μέσο για την εκτέλεση, την πραγματοποίηση ενός έργου· είμαι χρήσιμος, χρειάζομαι: Συσκευές που χρησιμεύουν στη νοικοκυρά για τις καθημερινές της δουλειές. Ο λιγνίτης μάς χρησιμεύει στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. 2. (για πρόσ. ή αφηρ. ουσ.) προσφέρω βοήθεια, είμαι ωφέλιμος σε κπ.: H παρουσία μου κάνει ζημιά, δε χρησιμεύει σε τίποτα. Οι συμβουλές σου μου χρησίμεψαν πολύ.

[λόγ. < ελνστ. χρησιμεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go