Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρηματοδοτώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρηματοδοτώ [xrimatoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω σε ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο τα οικονομικά μέσα για να εκτελέσει ένα έργο: ~ επιχειρήσεις / οργανώσεις / κόμματα. H κυβέρνηση χρηματοδοτεί νέες βιομηχανικές μονάδες. Ο τουρισμός θα χρηματοδοτηθεί με ελληνικά κεφάλαια.

[λόγ. < μσν. χρηματοδοτώ < χρηματο- + -δοτώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go