Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρήζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρήζω [xrízo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ. με γεν. αφηρ. ουσ.) : (λόγ.) έχω ανάγκη από κτ.: Tο ζήτημα χρήζει μελέτης. Tα κτίρια χρήζουν επισκευής.

[λόγ. < αρχ. χρFήζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go