Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χουζουρεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χουζουρεύω [xuzurévo] Ρ5.2α : (οικ.) ξεκουράζομαι τεμπελιάζοντας, συνήθ. ξαπλωμένος στο κρεβάτι: Tις Kυριακές ξυπνάει νωρίς, αλλά χουζουρεύει ως αργά.

[χουζούρ(ι) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go