Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χοροπηδώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοροπηδώ [xoropiδó] & -άω Ρ10.1α : 1.κάνω ρυθμικά και ζωηρά πηδήματα σαν να χορεύω: Tα παιδιά χοροπηδούσαν και γελούσαν. || (επέκτ.) είμαι πολύ χαρούμενος: Xοροπηδάει από τη χαρά του. Ήρθε χοροπηδώντας. || (έκφρ., ως απειλή) θα τον / την κάνω εγώ να χοροπηδήσει, θα τον ταλαιπωρήσω. 2. για κτ. που κινείται πέρα δώθε· χορεύω3: H βάρκα χοροπηδούσε στα κύματα.

[χορ(εύω) -ο- + πηδώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go