Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χλαπακιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χλαπακιάζω [xlapakázo] Ρ2.1α & χλαπακώνω [xlapakóno] Ρ1α : (προφ.) τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού. || (επέκτ., σκωπτ.) τρώω: Πάμε κάπου να χλαπακιάσουμε.

[ηχομιμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go