Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χηρεύω [xirévo] Ρ5.2α : 1.είμαι χήρος ή χήρα: Φοράει μαύρα από τότε που χήρεψε. 2. (για αξίωμα, υψηλή θέση) μένω κενός: Mετά το θάνατο του πατριάρχη χηρεύει ο πατριαρχικός θρόνος. Xηρεύει η θέση του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου.
[αρχ. χηρεύω (για τη γυναίκα, ελνστ. και για τον άντρα)]