Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειρουργώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειρουργώ [xirurγó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω χειρουργική επέμβαση, κάνω εγχείρηση· εγχειρίζω: Ο γιατρός χειρούργησε τον τραυματία. Θα χειρουργηθεί για να του αφαιρέσουν τη χολή. Ο χειρουργημένος ασθενής και ως ουσ. ο χειρουργημένος.

[λόγ. < αρχ. χειρουργῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go