Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειροτερεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειροτερεύω [xiroterévo] Ρ5.2α : γίνομαι χειρότερος. ANT καλυτερεύω, βελτιώνομαι: Xειροτερεύει ο καιρός / η υγεία του αρρώστου / η διεθνής κατάσταση, επιδεινώνεται. Ο άρρωστος όσο πάει και χειροτερεύει, η υγεία του γίνεται χειρότερη. Xειροτέρεψε η ποιότητα των εγχώριων προϊόντων. || κάνω κτ. χειρότερο: Mη χειροτερεύεις την κατάσταση!, επιδεινώνεις. Tο χειροτέρεψαν το ψωμί οι φούρνοι.

[χειρότερ(ος) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go