Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειρονομώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειρονομώ [xironomó] Ρ10.9α : κάνω χειρονομίες: Όταν μιλάει χειρονομεί πολύ. Δεν άκουσα τι έλεγε, αλλά τον είδα να χειρονομεί νευρικά.

[λόγ. < αρχ. χειρονομῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go