Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειροκροτώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειροκροτώ [xirokrotó] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β : 1.χτυπώ τη μία παλάμη επάνω στην άλλη για να εκδηλώσω επιδοκιμασία ή ενθουσιασμό· χτυπάω παλαμάκια: Οι θεατές χειροκρότησαν με ενθουσιασμό την παράσταση. Ο ομιλητής / η ομιλία χειροκροτήθηκε θερμά. 2. (μτφ.) δέχομαι κτ. ως απόλυτα ορθό, το επιδοκιμάζω με ενθουσιασμό: Ο λαός χειροκρότησε τις κυβερνητικές ενέργειες. Tο σχέδιό σου το εγκρίνω και το ~.

[λόγ. χειρο- + κροτώ μτφρδ. γαλλ. battre des mains]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go