Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειροδικώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειροδικώ [xiroδikó] Ρ10.9α : χτυπώ, δέρνω κπ. για να λύσω τις διαφορές που έχω μαζί του: Tον συνέλαβαν επειδή χειροδίκησε εναντίον του αντιδίκου του. Συνηθίζει να χειροδικεί.

[λόγ. < αρχ. χειροδίκ(ης) `που επιβάλλει το δίκιο του με το χέρι του΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go