Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαυνώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαυνώνω [xavnóno] -ομαι Ρ1 : αποχαυνώνω.

[λόγ. < ελνστ. χαυν(ῶ) -ώνω `χαλαρώνω΄, αρχ. σημ.: `φουσκώνω από αλαζονεία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go