Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαρμανιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρμανιάζω [xarmanázo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) επιθυμώ κτ. πάρα πολύ, είμαι χαρμάνι για κτ. (που μου λείπει).

[χαρμάν(ι) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go