Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαριτολογώ [xaritoloγó] Ρ10.9α : παρουσιάζω κτ. από την αστεία πλευρά του, κάνοντας πιο ευχάριστο τον τόνο της συζήτησης, λέω χαριτολογήμα τα: Ελάτε να παλέψουμε, να δείτε τι αξίζουμε εμείς οι παλαιότεροι, είπε χαριτολογώντας ο παππούς στα εγγόνια του.
[λόγ. χαριτ- (αρχ. χάρις) -ο- + -λογώ]