Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαρατσώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρατσώνω [xaratsóno] -ομαι Ρ1 : α.επιβάλλω βαριά φορολογία: Mε χαράτσωσε φέτος η εφορία. β. αναγκάζω κπ. με έμμεσο τρόπο να πληρώσει ένα σημαντικό ποσό ως εισφορά, συνδρομή κτλ.

[μσν. *χαρατσώνω (πρβ. μσν. χαρατσωμένος `υποτελής΄) < χαράτσ(ι) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go