Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαντακώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαντακώνω [xandakóno] -ομαι Ρ1 : γίνομαι αιτία να πάθει κάποιος μεγάλη ζημιά, να καταστραφεί: Tον χαντάκωσες με την κατάθεσή σου στο δικαστήριο. Xαντακώθηκε με το γάμο που έκανε / με την επιχείρηση που άνοιξε. || Xαντακώθηκα όταν αντιλήφθηκα ότι άκουσε αυτά που έλεγα εναντίον της.

[χαντάκ(ι) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go