Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαλιναγωγώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλιναγωγώ [xalinaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : συγκρατώ, περιορίζω κτ. μέσα σε ορισμένα όρια: ~ τα πάθη / τις ορμές μου. Ο άκριτος ενθουσιασμός του πρέπει να καθοδηγηθεί και να χαλιναγωγηθεί. Πρέπει να χαλιναγωγήσεις τη γλώσσα σου, να είσαι συγκρατημένος στα λόγια σου. Ο πληθωρισμός πρέπει να χαλιναγωγηθεί.

[λόγ. < ελνστ. χαλιναγωγῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go