Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαλικοστρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλικοστρώνω [xalikostróno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω, στρώνω μια επιφάνεια με χαλίκια: Xαλικόστρωσαν τους χωματόδρομους. Xαλικοστρωμένη αυλή.

[λόγ. χαλίκ(ι) -ο- + στρώνω απόδ. γαλλ. caillouter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go